- λουτράρης
- ο , λουτράρισσα η , λουτρατζής ο1) владелец, -ица бани; 2) банщи|к, -ца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λουτράρης — και λουτρατζής, ο, θηλ. λουτράρισσα (Μ λουτράρης) ιδιοκτήτης ή υπάλληλος δημόσιων λουτρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λουτρόν + κατάλ. άρης (πρβλ. κελλ άρης). Ο τ. λουτρατζής < λουτρό + κατάλ. ( α)τζής] … Dictionary of Greek
λουτράρης — ο θηλ. ισσα ιδιοκτήτης ή υπάλληλος δημόσιου λουτρού: Όταν ζούσε στην Πόλη εργαζόταν ως λουτράρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… … Dictionary of Greek